εμπράγματος

εμπράγματος
ος , ον
1) вещественный; относящийся к вещим; 2) действительный, реальный, фактический; 3) юр. :

εμπράγματοςον δίκαιον — имущественное право


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμπράγματος" в других словарях:

  • εμπράγματος — η, ο αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, πραγματικός, αντικειμενικός («εμπράγματο δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις που αναφέρονται στα πράγματα) …   Dictionary of Greek

  • εμπράγματος — η, ο 1. που αναφέρεται στα πράγματα, πραγματικός, αντικειμενικός. 2. (νομ.), «εμπράγματο δίκαιο», το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις οι οποίες αναφέρονται στα «εμπράγματα δικαιώματα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… …   Dictionary of Greek

  • Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»